- εφημεριδάς
- ο [εφημερίδα]ο εφημεριδοπώλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφημερίδας — ἐφημερίς diary fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… … Dictionary of Greek
Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… … Dictionary of Greek
Κεμάλ Ναμίκ — (Kemal Namik, 1840 – 1888). Τούρκος συγγραφέας και ποιητής. Διακρίθηκε για τις φιλελεύθερες ιδέες του και για τους αγώνες του, ενώ άσκησε επιρροή και στο κίνημα των Νεότουρκων. Επίσης, έκανε καρποφόρες προσπάθειες με στόχο τη δυτικοποίηση της… … Dictionary of Greek
Κύρου — Επώνυμο οικογένειας δημοσιογράφων και εκδοτών. 1. Άδωνις (Λευκωσία 1872 – Αθήνα 1918). Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ νέος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα … Dictionary of Greek
Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… … Dictionary of Greek
Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… … Dictionary of Greek
Τυπογραφείο Εθνικό — Το τυπογραφείο του εληνικού κράτους, στο οποίο εκτυπώνονται η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άλλα δημόσια έγγραφα. Με την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι πρώτες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν, προνόησαν για τον καταρτισμό τυπογραφείου για… … Dictionary of Greek
άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση … Dictionary of Greek